- επιδιασκόπιο
- τοείδος φωτεινού προβολέα αδιαφανών εικόνων ή αντικειμένων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιδιασκόπιο — το προβολέας για εικόνες διαφανών και αδιαφανών αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο. Μεταφορά στα Ελλ. του ξεν. όρου epi dia scope < επί + δια σκόπιο (< διασκοπώ)] … Dictionary of Greek
προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… … Dictionary of Greek